Υπάρχουν περίοδοι στη νοσηλεία ενός ασθενούς που η σίτιση από το στόμα είναι ανεπαρκής ή και απολύτως αδύνατη, λόγω νόσησης ή ταυτόχρονης παρουσίας πολλών νοσημάτων στον ίδιο ασθενή. Αποτέλεσμα αυτού να μην καλύπτονται οι ανάγκες του οργανισμού σε θερμίδες, πρωτεΐνες και όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και ο ασθενής να οδηγείται σε υποθρεψία. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το σώμα νοσεί είναι απαραίτητο να μεριμνούμε για τη θρέψη του ασθενούς, αφού η υποθρεψία θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος και θα σταθεί εν τέλει εμπόδιο στην όποια θεραπεία.
Στις περιπτώσεις που η σίτιση από το στόμα είναι ανεπαρκής προτείνεται, αρχικά, ο σωστός σχεδιασμός και η ένταξη σκευασμάτων ειδικής διατροφής - συμπληρώματα (από το στόμα) στο διαιτολόγιο του ασθενούς, στοχεύοντας στην κάλυψη των αναγκών του οργανισμού του, τη βελτίωση των δυνάμεων και τη διατήρηση του σωματικού του βάρους. Η φυσιολογική σίτιση από το στόμα είναι η προτιμότερη οδός και θα πρέπει να χρησιμοποιείται πάντα, εφόσον είναι δυνατόν. Είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η καλύτερη διατροφική υποστήριξη θα προέλθει με το συνδυασμό κανονικής τροφής και συμπληρωμάτων, διότι τα διατροφικά συμπληρώματα δεν πρέπει να αντικαθιστούν τα φυσικά τρόφιμα, αλλά να συμπληρώνουν όταν χρειάζεται. Επίσης η χρήση τους είναι αναγκαίο να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και σχεδιασμό από το διαιτολόγο του ασθενούς και να πραγματοποιείται συχνά επανεξέταση για τη χορήγησή τους.
Στις περιπτώσεις που η δια του στόματος σίτιση είναι πιο δύσκολη (π.χ. λόγω μειωμένης λειτουργικότητας του πεπτικού σωλήνα ή μειωμένης ικανότητας κατάποσης κλπ.) περιορίζεται η θρεπτική υποστήριξη από αυτή την οδό, διότι συχνά δεν είναι δυνατόν να καλύψει το σύνολο των ενεργειακών απαιτήσεων του ασθενούς. Για το λόγο αυτό, ο ασθενής θα λάβει επιπλέον εντερική ή περιφερική παρεντερική ή ολικήπαρεντερική σίτιση, που αποτελούν μεθόδους τεχνητής διατροφής, στοχεύοντας στην πλήρη κάλυψη των αναγκών του. Ωστόσο, ακόμα και ως συμπληρωματική των άλλων μεθόδων, η από του στόματος διατροφή θα πρέπει να ενθαρρύνεται, εφόσον είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί και δεν θα δημιουργήσει επιπλοκή στην κατάσταση του ασθενούς.
Εντερική διατροφή: Η εντερική διατροφή πρέπει πάντοτε να προτιμάται από την παρεντερική, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, αφού χρησιμοποιεί τον πεπτικό σωλήνα, δηλαδή την φυσιολογική πεπτική οδό και παρουσιάζει λιγότερες επιπλοκές από την παρεντερική διατροφή. Οι οδοί χορήγησης της εντερικής διατροφής είναι η ρινική κοιλότητα (σίτιση μέσω ρινογαστρικού, ρινοδωδεκαδακτυλικού, ρινονηστιδικού καθετήρα), η κοιλιακή χώρα (σίτιση μέσω γαστρικού καθετήρα) και η νήστιδα (σίτιση μέσω νηστιδικού καθετήρα).
Μέθοδοι χορήγησης της εντερικής διατροφής:
- Bolus χορήγηση: μιμείται την φυσιολογική διατροφή, απαιτεί λιγότερο χρόνο και εξοπλισμό και παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία στον ασθενή.
- Κυκλική ή συνεχής στάγδην χορήγηση: μας επιτρέπει να χορηγήσουμε με ασφάλεια μεγάλους όγκους εντερικής διατροφής (δηλαδή να πετύχουμε μεγάλους στόχους) μέσα στο 24ωρο, δεσμεύοντας όμως για πολλές ώρες τον ασθενή.
Παρεντερική διατροφή: συστήνεται σε περιπτώσεις μη λειτουργικού πεπτικού σωλήνα (απόφραξη, ειλεός κλπ), σε σοβαρή υποθρεψία, σε σοβαρές διάρροιες και άλλες καταστάσεις που καθιστούν αδύνατη τη χρήση του πεπτικού σωλήνα.
Οδοί χορήγησης της παρεντερικής διατροφής:
- Περιφερική χορήγηση (από περιφερική φλέβα)
- Κεντρική χορήγηση (από κεντρικό φλεβικό καθετήρα)
Στόχος της χρήσης των εναλλακτικών οδών σίτισης είναι η επαρκής θρεπτική υποστήριξη του ασθενούς, η διατήρηση των δυνάμεών του και η εξασφάλιση ποιοτικότερου τρόπου ζωής, βοηθώντας τον φυσικά να είναι ανθεκτικός και να καταφέρει να υποστηρίξει οργανικά τις εκάστοτε θεραπείες μειώνοντας έτσι τον χρόνο νοσηλείας και ανάρρωσής του. Και στην εντερική και παρεντερική σίτιση μπορούν να χορηγηθούν σκευάσματα ειδικής διατροφής, τα οποία θα δώσουν τις θερμίδες, τις πρωτεΐνες και τα λοιπά θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ο οργανισμός σε μικρούς ή μεγάλους όγκους, ανάλογα με την ανεκτικότητα ή το είδος της σίτισης, και χωρίς να επιβαρύνουν άλλο το σώμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος των μεθόδων αυτών καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Η επιστήμη της διαιτολογίας παρέχει τη δυνατότητα η αντιμετώπιση του ασθενούς να είναι πιο ολοκληρωμένη, ταχεία, εξατομικευμένη και επιτυχημένη.